- αθαλπής
- ἀθαλπής, -ές (AM) [θάλπος]ο χωρίς θαλπωρή, ζεστασιάεπίρρ. ἀθαλπέως.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀθαλπέα — ἀθαλπής without warmth neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀθαλπής without warmth masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθαλπέας — ἀθαλπής without warmth masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθαλπέος — ἀθαλπής without warmth masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθαλπέως — ἀθαλπής without warmth adverbial (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάλπος — ους, το (Α θάλπος, εος) θερμότητα, ζέστη («θάλπος ἐν χειμῶνι», Αισχύλ.) νεοελλ. θαλπωρή, ζεστασιά, εγκαρδιωση («το θάλπος τής μητρικής αγκαλιάς») αρχ. πυρετός ή οξύς διαπεραστικός πόνος («ἀφῆκα θυμῷ καρδίας τοξεύματα βέβαια, τῶν σὺ θάλπος οὐχ… … Dictionary of Greek
ἀθαλπέι — ἀθαλπέϊ , ἀθαλπής without warmth dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)